διασταλτικά

διασταλτικά
διασταλτικός
serving to distinguish
neut nom/voc/acc pl
διασταλτικά̱ , διασταλτικός
serving to distinguish
fem nom/voc/acc dual
διασταλτικά̱ , διασταλτικός
serving to distinguish
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διασταλτικός — ή, ό 1. αυτός που διαθέτει την ικανότητα να προκαλέσει διαστολή: Η θερμότητα έχει διασταλτική δύναμη στα μέταλλα. 2. αυτός που διαστέλλεται: Τα μέταλλα είναι διασταλτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”